- μοσχοτόπιον
- μοσχοτόπιον, τὸ (Α)τόπος στον οποίο κόβονται τρυφερά κλαδιά, βέργες, παραφυάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόπιον (< τόπος), πρβλ. ερειπο-τόπιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek